Ζούμε σε μια περίοδο παρατεταμένης κοινωνικής αποστασιοποίησης. Δηλαδή μιας δια νόμου απαγόρευσης κοινωνικών επαφών και αυτό αφορά σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής : την εργασία, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, την άθληση, ακόμα και την υγεία αφού η τηλεϊατρική είναι πλέον κι αυτή πραγματικότητα. Κάθε επαφή με τους άλλους είναι εν δυνάμει πηγή κινδύνου μετάδοσης μιας ανεξέλεγκτης λοίμωξης για την μη διάδοση της οποίας ο καθένας, με βάση τον επίσημο λόγο, καθίσταται ατομικά υπεύθυνος.
Ο στενός οικογενειακός κύκλος έχει γίνει ο χώρος αναδίπλωσης, αποφυγής κάθε συναναστροφής η οποία μέχρι τώρα ήταν αυτονόητη και που, εάν έλειπε, έπρεπε το ταχύτερο δυνατόν να αποκατασταθεί. Η ατομική ολοκλήρωση μέσω της εργασίας, της εκπαίδευσης, της άθλησης, αλλά και της διατήρησης της υγείας ήταν (και είναι) ένα ιδεώδες για το οποίο μια καλή κοινωνικοποίηση ήταν αυτονόητη προϋπόθεση.
Και ξαφνικά… και αυτή η έκτατη κατάσταση παρατείνεται επί μήνες, ο καθένας γίνεται φορέας πιθανής λοίμωξης για τον διπλανό, είναι η στάση που οφείλουμε να υιοθετήσουμε προκειμένου να τιθασευτεί μια πανδημία που υπονομεύει τη υγεία και τη ζωή σε συλλογικό επίπεδο. Στην υπερτροφική αναπαράσταση της αυτονομίας του ατόμου έρχεται να αντιπαρατεθεί το ιατροκοινωνικό ιδεώδες που επιβάλλει μια δραστική περιστολή της κοινωνικότητας. Το άτομο επιστρέφει, μέσω των εικόνων των βαριά αρρώστων σε απομόνωση με διασωλήνωση, στην κατάσταση μιας απόλυτης μοναξιάς και αβοηθησίας όπου καμία επίκληση στον άλλον δεν μπορεί να εισακουσθεί. Όλα φιλτράρονται από την ανάγκη να περιοριστεί η μετάδοση αυτού του άγνωστου κακού που παραλύει τη σκέψη και παγώνει το συναίσθημα.
Αλλά τι είναι η κοινωνικότητα, πώς δημιουργείται ο δεσμός με τον άλλο που επιτρέπει αυτή την ποθούμενη ολοκλήρωση της προσωπικότητας; Η πρώτη κοινωνικότητα είναι η ανακάλυψη του άλλου από το νεογνό που στην αρχή της ζωής είναι ένα με τον άλλο, δεν διαχωρίζει εγώ και μη-εγώ. Η μητέρα, φροντίζοντας και προστατεύοντας το βρέφος, τού παρέχει σταδιακά τη δυνατότητα να την αναγνωρίσει ως πρόσωπο χωριστό από το ίδιο. Του προσφέρει την πραγματικότητα κομματάκι κομματάκι σεβόμενη, με τη διαίσθηση της, τις αναπτυσσόμενες δυνατότητες του παιδιού να αποδεχθεί τον κόσμο ως κάτι που είναι έξω από αυτό. Του μαθαίνει, εκείνη που έχει τη γνώση, πηγή της μετέπειτα περιέργειας για γνώση του παιδιού, να αντιλαμβάνεται και να χρησιμοποιεί τον κόσμο και τα πράγματα που βρίσκει εκεί έξω με τρόπο επωφελή και κατάλληλο για εκείνο. Η μητέρα είναι o πρώτος άλλος, πηγή της ικανοποίησης ευχαρίστησης που το παιδί μαθαίνει να ζητά και να περιμένει αφού η αίσθηση και η επανάληψή τους εξαρτώνται από τον άλλον.
Αυτή είναι η, ας την πούμε έτσι, η πρώιμη κοινωνικότητα.
Ακολουθεί μια δεύτερη φάση της κοινωνικότητας όταν το παιδί είναι σε θέση να μακρύνει από τη μητέρα ή τα πρόσωπα των πρώτων φροντίδων (τη γιαγιά που το κρατάει όταν η μαμά δουλεύει, τη νταντά). Μετά τα πρώτα βήματα στο σπίτι και στο πάρκο της γειτονιάς, τις πρώτες παρατηρήσεις του κόσμου που βρίσκεται εκεί έξω, φτάνει ο καιρός του βρεφονηπιακού σταθμού, του νηπιαγωγείου. Η σχολική εκπαίδευση στις μέρες μας επεκτείνεται, ως υποχρεωτική στην όλο και μικρότερη παιδική ηλικία. Μάλιστα, ένα παιδί που δεν προσαρμόζεται στο σχολικό περιβάλλον θεωρείται πολύ νωρίτερα από ότι πριν ως παιδί υποψήφιο για προβλήματα, η πρόληψη παίρνει χαρακτήρα σχεδόν επιτακτικό.
Τι είναι αυτή η δεύτερη φάση της κοινωνικότητας που οι επίσημοι φορείς διεθνώς αξιολογούν υψηλά και, στις μέρες μας, επιτηρούν κουνώντας το δάχτυλο στους γονείς αν οι νόρμες παραβιαστούν; Με όρους κανονικότητας, είναι το στάδιο της εξόδου από την οικογένεια, δηλαδή της εξόδου από τη μητρική αγκαλιά που η παρέμβαση του πατέρα είχε ήδη εκπροσωπήσει στη σχέση του παιδιού με τη μητέρα.
Μιλάμε στην ψυχανάλυση για την πατρική λειτουργία. Είναι κάτι που ακούγεται βαρύγδουπο. Σημαίνει απλά ότι ο πατέρας ή κάποιος άλλος στον οποίο η μητέρα αναφέρεται ως τρίτο παρεμβαίνει για να επισημάνει στο παιδί ότι είναι η ώρα να πάψει να νομίζει ότι είναι τα πάντα για τη μητέρα και ότι, επίσης, είναι ένα γεγονός ότι η μητέρα δεν του ανήκει όπως εκείνο νόμιζε. Είναι, αν το απλουστεύσουμε για να το ορίσουμε, ο ρόλος του πατέρα να πει στο παιδί ότι τώρα δεν είναι το αποκλειστικό αντικείμενο της αγάπης της, ότι η μαμά επιθυμεί και άλλα πράγματα έξω από εκείνο, οι επιθυμίες της δεν εξαντλούνται στη δική του παρουσία.
Κι αν δεν υπάρχει μπαμπάς στο σπίτι; Αν η μαμά μεγαλώνει μόνη το παιδιά; Υπάρχει η εργασία της, τα ενδιαφέροντα της, οι επιθυμίες της για κάτι άλλο που δεν αφορούν τα παιδιά, που τα παιδιά δεν καλύπτουν: δεν μπορούν να φαντάζονται πια ότι αντιπροσωπεύουν για τη μητέρα όλα όσα της λείπουν. Κάτι έξω από εκείνα την ενδιαφέρει. Ξάφνιασμα και, πολύ συχνά, απογοήτευση, άγχος αλλά και ερώτημα για το « άλλο – από- τη – μητέρα.»
Επώδυνη διαδικασία, συχνά καθόλου προφανής γιατί, πώς να δεχθούν παιδί κι μητέρα αυτόν τον αποχωρισμό που τους στερεί τον έναν από τον άλλον ; Διαδικασία που κάθε παιδί και κάθε οικογένεια χρειάζεται να διασχίσουν για να μπορέσει να υπάρξει αυτή η χαρά τού να κάνει το παιδί κατακτήσεις, αρχικά στην αυτονομία και αργότερα στη γνώση μακριά από την πρώιμη εξάρτηση από τους γονείς. Ο πατέρας που χωρίζει το παιδί από τη μητέρα εκπροσωπεί έναν νόμο προσωπικής ανάπτυξης μέσα στην κοινωνία, εισάγει την κοινωνικοποίηση ως πράξη ανακάλυψης του κόσμου έξω από το μητρικό σύμπαν και τη μητρική προσφορά φροντίδας. Το παιδί, που δεν είναι το κέντρο του κόσμου, χρειάζεται πλέον και άλλα πράγματα που πρέπει να βρει έξω από το σπίτι. Η πρώτη μικρή κοινωνία είναι η οικογένεια. Αυτήν παρουσιάζουν στο παιδί τους οι γονείς και το εισάγουν σιγά σιγά, σαν κοινωνικό ον, προς την άλλη, τη μεγάλη.
Να λοιπόν που τα πράγματα συμβαίνουν αιφνίδια με τέτοιο τρόπο που όλη αυτή η επίπονη κατάκτηση πρέπει να ανασταλεί και να μείνουν όλοι στο σπίτι. Εισέβαλε στη ζωή μια θανάσιμη απειλή κι όλοι μιλούν γι΄ αυτή. Κάποιοι εργάζονται από το σπίτι, κάποιοι δεν εργάζονται, είναι σε αναστολή εργασίας και πρέπει να γίνουν οι διαδικασίες για να εισπράξουν ένα επίδομα που εξασφαλίζει την επιβίωση. Τα σημεία αναφοράς ανατρέπονται. Τα σχέδια, οι επιθυμίες αναστέλλονται. Οι ανεξάρτητοι γίνονται εξαρτημένοι μέσα σε κλίμα φόβου, η ευθύνη μετατοπίζεται από την επιδίωξη της ατομικής ολοκλήρωσης στη διαφύλαξη της ζωής ως βιολογικής υπόστασης. Πολλά χάνονται.
Γιατί δεν είναι μόνο το παιδί που απαρνείται πολλά για να πάει στο σχολείο. Πόσα δε έκαναν αυτός ο άντρας που έγινε πατέρας, αυτή η γυναίκα που έγινε μητέρα για να βγουν από την εφηβεία, την κάποτε παρατεταμένη εξάρτηση των νεανικών χρόνων για να στήσουν μια δική τους οικογένεια που πατάει στα δικά τους παιδικά βιώματα. Βιώματα ικανοποίησης και δυσαρέσκειας που είναι πλούτος αλλά και ξεχασμένα αδιέξοδα που ξεπεράστηκαν κάθε φορά με τον τρόπο του καθενός και πάντα αφήνουν τα ίχνη τους μένοντας στη σκιά των νέων σχέσεων και επιτευγμάτων που τα επικαλύπτουν.
Η υποχρεωτική παραμονή στο σπίτι φέρνει ένα πισωγύρισμα σε όσα οι γονείς και το παιδί έχουν κατακτήσει αφήνοντας πίσω τους τις απολαύσεις των παιδικών χρόνων. Αυτή η χαρά του κοιμάμαι ή ξυπνάω με το παιδί μου δίπλα, στην κούνια, και ενθουσιάζομαι τρυφερά για τα καινούργια πράγματα που έκανε σήμερα. Αυτές οι καθημερινές απολαύσεις και ανταμοιβές της πρώτης παιδικής ηλικίας, η βάση των ξεχασμένων ή όχι αναμνήσεων της οικογενειακής ζωής ως ενός συνεχούς, ξαναγίνονται κατά μια έννοια υποχρεωτικά σημείο αναφοράς μέσα από το «μένουμε σπίτι», δηλαδή, μεταξύ άλλων, είμαστε όλοι μαζί για να προστατευθούμε. Και να προστατέψουμε. Εάν οι γονείς δεν μπορούν να αναθέσουν τίποτα σε κάποιους άλλους ξαναγίνονται το μοναδικό σημείο αναφοράς ενώ η αβεβαιότητα και το άγνωστο ξεπερνούν κατά πολύ την ικανότητα εύρεσης λύσεων και απαντήσεων στα ερωτήματα που τα παιδιά τους απευθύνουν.
Όμως, κάθε πράγμα στον καιρό του.... Εκτός από την προστασία, σε αυτόν τον εγκλεισμό αναδύεται το άγχος, η ένταση, τα νεύρα για το χώρο που στενεύει υλικά και ψυχικά, η αβεβαιότητα για το μέλλον. Αυτό που ήταν κάποτε προϋπόθεση της χαράς της ανακάλυψης της πραγματικότητας και της ετερότητας : η ατμόσφαιρα του σπιτιού σαν χώρου κλειστού, προέκτασης των πρώτων φροντίδων της μητέρας που έδιναν τον τόνο στην αρχή : πώς να επανέλθει αυτό, σαν μια επιστροφή στο κουκούλι για να δούμε τα πράγματα αισιόδοξα και εξωραϊσμένα με την τόσο διαφημισμένη θετική σκέψη; Όλα αυτά που ήταν απαραίτητα με τη μορφή της εξάρτησης επανέρχονται μέσα στη συνθήκη της οικογένειας που ξανακλείνει ενώ η ανάγκη είναι να έχει ο καθένας το δικό του χώρο έξω από αυτήν : Σχολείο, εργασία, παππούδες, φιλίες, άλλες οικογένειες, ομάδα μπάσκετ, ωδείο, γυμναστήριο… Πώς να κρατηθεί η επιθυμία άλλου πράγματος (Ζ. Λακάν) και να μην νιώσει κανείς πως ασφυκτιά μέσα στην αίσθηση του βαλτώματος και της επανάληψης του ιδίου;
Δεν είναι να απορεί κανείς που μέσα στη συνθήκη αυτή επανέρχονται ή εμφανίζονται με άλλη μορφή όσα στο παρελθόν χαρακτήρισαν την αναζήτηση ευχαρίστησης και αποτέλεσαν εμπόδια στην ωρίμανση : Ο φόβος, η θλίψη, η απογοήτευση, το άγχος αποχωρισμού. Με άλλα λόγια, γι αυτό το τελευταίο, η αδυναμία αποχωρισμού που είναι η άλλη όψη μιας αδύνατης επιθυμίας αποχωρισμού. Κάποια παιδιά δεν θέλανε να πάνε στο σχολείο όσο αυτό λειτουργούσε ακόμα, θέλανε να μείνουν με τη μαμά αφού ο περιρρέων λόγος ευνοούσε το να μη βγαίνουν από το σπίτι. Δεν είναι το σχολείο που τα φόβιζε, οι μάσκες και τα υπόλοιπα μέτρα. Δεν ήθελαν να είναι μακριά από τη μαμά. Ο υγειονομικός εγκλεισμός παίρνει το νόημα της άρσης της υποχρέωσης να αφήσουν τη μαμά (και να τα αφήσει η μαμά) για να μεταβούν στο σχολείο, για να εμπιστευθούν τη δασκάλα. Τους δίνεται το άλλοθι, πόσο μάλλον όταν η εκπαίδευση μετατρέπεται σε τηλεκπαίδευση, για να ξαναβρούν την κατάσταση του νηπίου που παραμένει στη σύγχυση εγώ-άλλος. Ξαναγίνεται η μητέρα υπεύθυνη για όλα, πρέπει να κάνει κάτι, κι ας μη μπορεί, για το wi-fi. H σύνδεση διακόπτεται συνεχώς και «πέφτει». Άγχος πτώσης, ίσως και εγκατάλειψης. Ανημπόρια για την κατάργηση των δεσμών με τους άλλους και ανυπόφορη σύνδεση εξ αποστάσεως με στόχο την μη επαφή. Και ο μπαμπάς έχει συνέχεια νεύρα, όταν παρεμβαίνει τα κάνει χειρότερα. Όλα τα όρια χρειάζονται τότε εκ νέου διαπραγμάτευση.
Το παιδί μπορεί τότε να χάσει τον ύπνο του, ή να μην μπορεί να χάσει τη μαμά από τα μάτια του όταν εκείνη πρέπει να πάει στη δουλειά της. Κρεμιέται επάνω της με πανικό. Αφού το « έξω » είναι κακό πού πάει; Είναι σαν να πηγαίνει στο στόμα του λύκου.
Οι γονείς έχουν γίνει ανίσχυροι να υποστηρίξουν το κοινωνικό αφού αυτό έχει ταυτιστεί με την απειλή. Ο άλλος, το σώμα του, η ανάσα του, η συναναστροφή έχουν γίνει δια νόμου απαγορευμένοι. Ας αναφερθεί εδώ ο Φρόιντ που μιλά για το «ταμπού» της προσωπικής απομόνωσης ως ανθρώπινης κατάστασης που θεμελιώνει τα συναισθήματα ανοίκειου και εχθρότητας μεταξύ των ατόμων. Είναι, σύμφωνα με το Φρόιντ «ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών που διαπιστώνουμε ότι καταπολεμά νικηφόρα σε κάθε ανθρώπινη σχέση το αίσθημα αλληλεγγύης και κατατροπώνει την εντολή της οικουμενικής αγάπης μεταξύ των ανθρώπων». Το άτομο ανακαλύπτει τον έτερο όταν ανοίξει στη σχέση με τις απογοητεύσεις της ενώ χωρίς αυτό παραμένει περίκλειστος σε ένα κέλυφος αυτοπροστασίας. Και αν ο έτερος είναι εξ ορισμού ταυτισμένος με απειλή θανάτου; Το πραγματικό της εχθρότητας, (Φρόιντ) υποσκάπτει την επιθυμία συνάντησης. Αυτό μπορεί να συμβεί φυσικά και μέσα στην οικογένεια που θεμελιώθηκε ακριβώς πάνω στην ικανότητα να ξεπερνιέται αυτή η εχθρότητα. Η ένταση μπορεί να ξεπεράσει τις αντοχές : «Δεν τον/την αντέχω άλλο, θα βγω λίγο να ηρεμήσω». Δεν υπάρχει κωδικός, sms γι’ αυτό. Ποτέ δεν υπήρχε.
Το ερώτημα είναι από τι θέλει να βγει κανείς. Καθώς και το συναφές με αυτό : Τι είναι αυτό το « έξω »; Η πολύ μεγάλη εγγύτητα φέρνει δυσφορία, θυμό, σε κάνει να αναλαμβάνεις να κάνεις το αδύνατο.
Η πορεία εξανθρωπισμού του κάθε «μικρού του ανθρώπου», όπως ονόμαζε τα παιδιά η Φρανσουάζ Ντολτό, διασχίζει αυτά τα συναισθήματα ώστε να κάνει ο καθένας το δρόμο του σε μια κοινά αποδεκτή πραγματικότητα μέσα από την αλληλεπίδραση, τη σύγκρουση, την αγάπη, τη φιλία, την αποστροφή. Αν η μόνη συναναστροφή που επιτρέπεται για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι η μαμά, ο μπαμπάς, και τα αδέλφια η κάθε μέρα φαίνεται ατέλειωτη, ο χρόνος διαστέλλεται. Φτάνουν ίσως τα πράγματα σε έναν αυθαίρετο και ανεπίκαιρο διαχωρισμό : το καλό εντοπίζεται εντός και το κακό εκτός. Στις απαρχές της ανάπτυξης του παιδιού ήταν έτσι. Κάθε πράγμα στον καιρό του.
Εντός, πως γίνεται η συμβίωση ; Οι χώροι τείνουν να μπερδευτούν. Ο μπαμπάς δεν έχει χώρο να δουλέψει γιατί στο σαλόνι κάνει τηλεκπαίδευση το παιδί, κάθεται στην κρεβατοκάμαρα αλλά τον πιάνει η μέση του και πάει στο δωμάτιο του παιδιού που διαμαρτύρεται γιατί δεν μπορεί να παρακολουθήσει, φωνάζει συνεχώς τη μαμά που μέχρι τώρα δεν την ήθελε. «Η δασκάλα μου ζητά να είμαι από πάνω της». Αν δεν το ζητήσει η δασκάλα ή ο καθηγητής το κάνει έτσι κι αλλιώς ο γονιός, ο έφηβος νιώθει πως τον κατασκοπεύουν. Έχει σταματήσει και το μπάσκετ και μένει πίσω από τις προπονήσεις. Θα το ξαναβρεί ποτέ; Κι αν το ξαναβρεί αυτή η περίοδος απώλειας των συνομηλίκων θα μετράει τόσο που νομίζει πως δεν θα’ χει νόημα.
Υπάρχει ακόμα ο άλλος , κάποιος που να μπορώ να αναμετρηθώ χωρίς ενοχές, κάποιος άλλος όπου τους κανόνες τους φτιάχνουμε μαζί και τους χαλάμε επίσης μαζί; Το ελεύθερο, αυθόρμητο παιχνίδι έχει γίνει επικίνδυνο επομένως και η σκέψη.
Φύγε-έλα, το παιχνίδι του «καλώ-τον-άλλο- και-τον-διώχνω-μακριά-όταν-εμφανιστεί» ήταν το πρώτο παιχνίδι απουσίας –παρουσίας στη διαδικασία αποδοχής του αποχωρισμού. Πετάω ένα αντικείμενο, εξαφανίζεται, μου το ξαναδίνουν, το ξαναπετάω και ενθουσιάζομαι που έχω αυτή τη δύναμη… με τη βοήθεια του άλλου που είναι αξιόπιστος. Τώρα όμως, το να ξαναπαίζω έτσι είναι πηγή μεγάλου άγχους. Γίνεται ένα παιχνίδι του «δεν ξέρω τι θέλω». Πισωγύρισμα σε όσα είχαν ξεπεραστεί αλλά … δεν είχαν ξεπεραστεί : βιώματα στα οποία επικάθησαν άλλα, εγγραφές ανεξάλειπτες και το παιδί, ο έφηβος ξαναβρίσκουν εκείνα που διέσχισαν στην πορεία της ανάπτυξης. Ξαναβρίσκουν δηλαδή τα οφέλη και τα στραβά της εξάρτησης. Οι γονείς ξαναβρίσκονται στη θέση του να βιώνουν τα παιδιά τους σαν προέκταση του εαυτού τους. Αυτή τη θέση την άφησαν ποτέ ; Ναι, έτσι είναι που τα παιδιά κάνανε το δρόμο τους, αλλά τίποτα δεν κατακτάται μια για πάντα. Η θέση του υπεύθυνου ενήλικα είναι μια θέση επισφαλής. Κρατάει, αρκεί να είναι πιασμένη μέσα στο ρεύμα της ζωής, αρκεί να το επιτρέπουν οι περιστάσεις, οι κοινωνικά οργανωμένες, οι νόμοι και οι θεσμοί σαν οργανωτικές αρχές ώστε να μπορεί το παιδί να κάνει τα βήματα του μακριά από το γονιό : η συγκίνηση, η περηφάνια της σχολικής γιορτής, της πρώτης απαγγελίας μπροστά στο κοινό. Ή : ο προπονητής τον/την έβαλε στην πρώτη ομάδα : «τα κατάφερα, τα καταφέραμε, έχει φίλους, εγώ δεν είχα ή δεν ήμουν καλός/καλή στα σπορ…».
Οι θεσμοί αλλάζουν μορφή γίνονται απομακρυσμένες, αφηρημένες οντότητες ενώ ήταν υλικά δημιουργήματα μιας μακραίωνης κοινωνικής εμπειρίας και ζύμωσης. Είναι μια ιδιότυπη κατάσταση εκείνη όπου ο μόνος θεσμός που επιτρέπεται να λειτουργεί είναι η οικογένεια ενώ οι άλλοι μοιάζει να συντηρούνται τεχνητά.
Ένωση, άγχος μη αποχωρισμού. Προστασία και εγκλωβισμός. Αντιφατικές εμπειρίες που αφήνουν ανοιχτό το ερώτημα του τι να περιμένει κανείς από το μέλλον που δεν μπορεί να ονειρευτεί, να σχεδιάσει, να προβλέψει.
Τι να κάνει κανείς; Ας θυμόμαστε, ας στεριώσουμε μέσα μας την επίγνωση ότι τα αληθινά λόγια που ονομάζουν τις καταστάσεις βοηθούν να σταθεί κανείς, και το παιδί και ο γονιός, μέσα σε αυτές. Δεν δίνουμε τη σημασία που της αξίζει στην ανατρεπτική δύναμη της ομιλίας. Κάποιες φορές το αίσθημα ντροπής κρύβεται σαν ένοχο μυστικό. Η σιωπή γίνεται μέσο προστασίας. Προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα σαν να μην υπάρχει, αποφεύγοντας να κάνουμε οποιαδήποτε νύξη.
Το ζήτημα είναι η κατάσταση ανημπόριας στην οποία θα νιώσει ο ενήλικας που δεν μπορεί πια να ελέγξει τον τρόπο ζωής της οικογένειας. Πώς να κρατηθεί το αίσθημα κυριαρχίας του καθενός στα του οίκου του; Ναι μεν υπάρχουν οι απαγορεύσεις, ως απαντήσεις στο κίνδυνο υπάρχουν όμως και οι ζώνες ελευθερίας για τη ρύθμιση του εσωτερικού, του εσωτερικού κόσμου, και για τη ρύθμιση της καθημερινότητας, του άμεσου περιβάλλοντος. Ίσως αυτά τα είχαμε παραμελήσει γιατί ενδιέφερε η επέκταση και η κατάκτηση απολαύσεων «εκεί έξω».
Πολύ συχνά ένα παιδί, για να βγάλει τους μεγάλους από την απόγνωση και τη στασιμότητα θα γίνει ανυπάκουο, απαιτητικό, ανυπόφορο. Είναι μια προσπάθεια να ξυπνήσει τον άλλο, να τον επαναφέρει στη σχέση από όπου φοβάται ή διαπιστώνει ότι εκείνος αποσύρεται. Ίσως να επιθυμεί να ξαναβρεί τον μπαμπά superman ή την παντογνώστρια μαμά που του εξηγούσε τον κόσμο και του έδινε κατευθύνσεις. Πόσο δύσκολο είναι να αναμετριέται ένας πατέρας με την αδυναμία του να προστατεύσει τους δικούς του όταν τον στριμώχνουν τόσο οι περιστάσεις;
Ο φόβος έχει την ιδιότητα του να καθιστά ασαφή τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Καθιστά αναγκαία μια συνεχή αναδιαπραγμάτευση με τα εσωτερικά όρια, με τον εαυτό και τον άλλο. Η συζήτηση κάποτε κάνει να πέφτει αυτό το πέπλο της φαντασίας που συσκοτίζει. Ο άλλος είναι τότε εκεί, μπορώ να βασιστώ. Δεν είναι ούτε παντοδύναμος ούτε αδιάφορος, μπορούμε να επινοήσουμε λύσεις μαζί αρκεί να μην τα θέλουμε όλα εδώ και τώρα.
Είναι έτσι μια ευκαιρία, δύσκολη αλλά και σπάνια για να αναζητήσει κανείς απαντήσεις στο ερώτημα του τι θέλω, πού βάζω τα όρια αυτού που μπορώ, πως μιλώ στον άλλον για εκείνο που δεν μπορεί. Γιατί το ζήτημα είναι να νιώσει κανείς ότι το άγχος, η κατάθλιψη είναι και κι αυτά μέρος της πραγματικότητας του. Και των άλλων. Αν υπάρξει αυτή η αναγνώριση και η αποδοχή τους κάτι μαλακώνει, έχω λιγότερο ανάγκη να δοθεί λύση άμεσα, μπορώ να αρκεσθώ σε λιγότερα. Ή να δεχθώ το παιδί μου που δεν αντιδρά όπως θα ήθελα για να με διευκολύνει. Να με δεχθώ και μένα που δεν τα βγάζω πέρα.
Οι δυσκολίες έχουν πολύ συχνά τελείως άλλη σημασία από αυτή που τους αποδίδουμε. Το να προσπαθήσουμε να βρούμε μια πιο σωστή θέση μέσα σε αυτές, δεν μπορεί να είναι συνταγή είναι ερώτημα για τον καθένα, βεβαίως πρωτίστως για τους μεγάλους. Τα παιδιά το πιάνουν το νόημα γρήγορα.
Νίκος Παυλάτος, μέλος του Μεγάλου μας Σπιτιού.